ἀκατέργαστος — not cultivated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατέργαστος — η, ο (Α ἀκατέργαστος, ον) [κατεργάζομαι] αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος 2. ο άξεστος στους τρόπους αρχ. ο ακαλλιέργητος «ἀκατέργαστος γῆ» 2. αχώνευτος … Dictionary of Greek
ἀκατεργαστότερον — ἀκατέργαστος not cultivated adverbial comp ἀκατέργαστος not cultivated masc acc comp sg ἀκατέργαστος not cultivated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατέργαστον — ἀκατέργαστος not cultivated masc/fem acc sg ἀκατέργαστος not cultivated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατεργάστοις — ἀκατέργαστος not cultivated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατεργάστου — ἀκατέργαστος not cultivated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατεργάστους — ἀκατέργαστος not cultivated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατεργάστων — ἀκατέργαστος not cultivated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατέργαστα — ἀκατέργαστος not cultivated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπυρος — η, ο (Α ἄπυρος, ον) [πυρ] 1. ο χωρίς φωτιά 2. άβραστος, άψητος αρχ. μσν. φρ. «ἄπυρον θεῑον» θειάφι φυσικό αρχ. 1. (για αγγεία και τρίποδες) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να σταθεί πάνω στη φωτιά … Dictionary of Greek